Τέλος εποχής για τα μετρητά στα ενοίκια
Από το 2026, ένα νέο πλαίσιο αλλάζει ριζικά την αγορά ενοικίασης ακινήτων στην Ελλάδα. Η πληρωμή του ενοικίου με μετρητά καταργείται πλήρως και καθίσταται υποχρεωτική η χρήση τραπεζικού λογαριασμού ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου για κάθε συναλλαγή. Παράλληλα, έρχονται επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις, αλλά και αυστηρές διασταυρώσεις που στοχεύουν στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην ενίσχυση της διαφάνειας. Οι ιδιοκτήτες και οι ενοικιαστές καλούνται να προσαρμοστούν σε μια νέα ψηφιακή πραγματικότητα που φέρνει σημαντικές αλλαγές στη φορολογική τους συμπεριφορά και στην καθημερινή τους ζωή.
Ηλεκτρονική πληρωμή: Υποχρεωτική από 1.1.2026
Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο που προωθεί το Υπουργείο Οικονομικών, από 1ης Ιανουαρίου 2026, οι πληρωμές ενοικίων για όλες τις ιδιωτικές μισθώσεις – είτε πρόκειται για κύρια κατοικία είτε για φοιτητική στέγη – θα πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικά μέσω τραπεζικών λογαριασμών ή άλλων ηλεκτρονικών μέσων (π.χ. POS, e-banking). Οι μετρητές και τα μετρητά μένουν στο παρελθόν, αφού πλέον δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά, με αποτέλεσμα οι ενοικιαστές και οι ιδιοκτήτες να βρίσκονται ενώπιον σοβαρών συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Ήδη, το ίδιο μέτρο ισχύει για τις επαγγελματικές μισθώσεις, όπου μόνο τα ενοίκια που καταβάλλονται ψηφιακά εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Το μοντέλο αυτό επεκτείνεται πλέον και στην ιδιωτική στέγαση, ενισχύοντας τον στόχο της ηλεκτρονικής ιχνηλασιμότητας των συναλλαγών.
Διασταυρώσεις & Ψηφιακό Μητρώο – Το τέλος της παραοικονομίας
Το νέο μέτρο συνοδεύεται από ένα ευρύ πλέγμα διασταυρώσεων που έχουν ως σκοπό να εντοπίσουν την απόκρυψη εισοδημάτων. Η ΑΑΔΕ, σε συνεργασία με τον ΔΕΔΔΗΕ, θα πραγματοποιεί έλεγχο καταναλώσεων ηλεκτρικού ρεύματος σε διαμερίσματα που έχουν δηλωθεί ως “κενά”. Αν υπάρχει κατανάλωση, τότε προφανώς το ακίνητο χρησιμοποιείται, και άρα η δήλωση είναι ψευδής.
Τα στοιχεία των δηλώσεων μίσθωσης, των συμβολαίων, των καταναλώσεων ρεύματος και των λογαριασμών κοινής ωφελείας θα διασταυρώνονται με βάση ένα νέο Ψηφιακό Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων. Το Μητρώο αυτό αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία μέσα στο 2025, λειτουργώντας ως κεντρική βάση δεδομένων για κάθε ιδιοκτήτη και ακίνητο, εντός της οποίας θα πρέπει να καταχωρούνται όλα τα στοιχεία: μισθωτήρια, δηλώσεις, κατανάλωση ενέργειας, κ.λπ.
Αυτή η διασταύρωση, πέρα από την τεχνική και οικονομική της διάσταση, φέρνει στο προσκήνιο και ηθικά ζητήματα: ποιο είναι το όριο της κρατικής εποπτείας στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στη σύμβαση ενοικίασης;
Οικονομικό δέλεαρ: Επιδότηση ενοικίου 800 ευρώ + μπόνους για παιδιά
Για να ενθαρρύνει τη συμμόρφωση και να μειώσει τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση εισάγει ένα ισχυρό οικονομικό κίνητρο: επιδότηση ενοικίου που φτάνει έως και τα 800 ευρώ ανά νοικοκυριό. Η επιδότηση αυτή θα δοθεί τον Νοέμβριο του 2025 με βάση τις δηλώσεις εισοδήματος του 2024, υπό την προϋπόθεση ότι το ενοίκιο έχει καταβληθεί ψηφιακά και έχει δηλωθεί πλήρως στην Εφορία.
Πέρα από το βασικό ποσό των 800 ευρώ, θα δίνονται και επιπλέον 50 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας. Έτσι, ένα τετραμελές νοικοκυριό μπορεί να φτάσει και τα 950 ευρώ εφάπαξ ενίσχυσης. Το μέτρο αφορά τόσο την κύρια κατοικία όσο και τις φοιτητικές κατοικίες – κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε πόλεις με υψηλό κόστος στέγασης όπως η Αθήνα, η Πάτρα και η Θεσσαλονίκη.
Ουσιαστικά, το κράτος λέει στον πολίτη: “Δήλωσε την αλήθεια και θα ανταμειφθείς”. Ωστόσο, μένει να φανεί εάν αυτό το «καρότο» θα είναι αρκετό για να αλλάξει ριζωμένες πρακτικές δεκαετιών, ειδικά σε μια αγορά που επί χρόνια λειτουργούσε με συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
Νέοι φορολογικοί συντελεστές – Τέλος στην υπερφορολόγηση
Στο πλαίσιο του νέου πλαισίου, η κυβέρνηση εξετάζει αλλαγές και στους φορολογικούς συντελεστές των εισοδημάτων από ενοίκια. Μέχρι σήμερα, τα ενοίκια φορολογούνται με τους εξής συντελεστές:
- 15% για τα πρώτα 12.000 ευρώ
- 35% για το επόμενο τμήμα (12.000,01 – 35.000 ευρώ)
- 45% για το υπερβάλλον ποσό
Επιπλέον, εφαρμόζεται έκπτωση 5% για δαπάνες συντήρησης, με αποτέλεσμα ο φόρος να υπολογίζεται στο 95% του ενοικιαστικού εισοδήματος.
Η πρόταση που επεξεργάζεται το ΥΠΟΙΚ είναι η δημιουργία περισσότερων φορολογικών “σκαλοπατιών” με χαμηλότερους ενδιάμεσους συντελεστές, ώστε να μειωθεί η πίεση για αποφυγή δήλωσης. Η λογική είναι απλή: όσο μικρότερη η φορολογική επιβάρυνση, τόσο μεγαλύτερο το κίνητρο να δηλωθεί το εισόδημα. Επιπλέον, εξετάζεται η μείωση του αρχικού συντελεστή του 15% στο 12% ή και χαμηλότερα για τους πιο συνεπείς ιδιοκτήτες.
Η συζήτηση για τη φορολόγηση των ενοικίων φέρνει στην επιφάνεια ένα χρόνιο παράπονο των μικροϊδιοκτητών: η ενοικίαση δεν πρέπει να θεωρείται εισόδημα “πολυτελείας”, αλλά βασικός πυλώνας επιβίωσης, ειδικά για τους συνταξιούχους που στηρίζονται σε αυτά τα ποσά για την καθημερινότητά τους.
Μια “ψηφιακή κανονικότητα” με παγίδες
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα ρύθμιση επιδιώκει να βάλει μια τάξη σε ένα χαοτικό τοπίο. Όμως, η μεταρρύθμιση αυτή έρχεται σε μια εποχή όπου η φοροδοτική ικανότητα πολλών πολιτών είναι ήδη εξαντλημένη, το τραπεζικό σύστημα παραμένει δύσκαμπτο για τους πιο αδύναμους και οι τιμές των ενοικίων έχουν φτάσει στα ύψη.
Αν και οι προθέσεις είναι σωστές – διαφάνεια, ισότητα, καταπολέμηση της παραοικονομίας – η εφαρμογή τους ενδέχεται να δημιουργήσει παράπλευρες απώλειες:
- ιδιοκτήτες που θα αποσυρθούν από την αγορά,
- ενοικιαστές που θα επιβαρυνθούν από φόρους που μετακυλίονται,
- και τέλος, μια κοινωνία που θα νιώθει ότι η καθημερινότητά της ελέγχεται ολοένα και περισσότερο από κεντρικά πληροφοριακά συστήματα.
Μένει να φανεί αν η “ψηφιακή κανονικότητα” που εισάγεται με το νέο πλαίσιο θα πετύχει τον στόχο της ή αν θα λειτουργήσει ως νέος μηχανισμός πίεσης και εξουθένωσης.
Η κατάργηση των μετρητών στις μισθώσεις ακινήτων και η υποχρεωτική χρήση τραπεζικών πληρωμών από το 2026 σηματοδοτούν μια ιστορική αλλαγή στην ελληνική αγορά ακινήτων. Με το “καρότο” των επιδοτήσεων και τη “βέργα” των διασταυρώσεων, το κράτος επιχειρεί να μετατρέψει το άτυπο σε επίσημο. Όμως, η επιτυχία της μεταρρύθμισης θα εξαρτηθεί από την ευελιξία της εφαρμογής, την εμπιστοσύνη των πολιτών και την ικανότητα της πολιτείας να ισορροπήσει μεταξύ ελέγχου και ενίσχυσης.

