Το ECDC προειδοποιεί ότι ο μύκητας Candidozyma auris εξαπλώνεται επικίνδυνα σε ευρωπαϊκά νοσοκομεία. Με περισσότερα από 4.000 περιστατικά σε δέκα χρόνια, το πρόβλημα έχει πλέον φύγει από τα στενά όρια της επιστημονικής παρακολούθησης και αγγίζει το επίπεδο δημόσιας υγειονομικής κρίσης.
Γιατί ξεφεύγει από τον έλεγχο
Ο C. auris αποτελεί υγειονομική απειλή για τρεις βασικούς λόγους:
Αντοχή στα αντιμυκητιασικά: οι περισσότερες θεραπείες αποτυγχάνουν.
Επιβίωση στο περιβάλλον: ο μύκητας “κολλάει” σε επιφάνειες, ιατρικά μηχανήματα και ρούχα, για εβδομάδες.
Διάδοση μέσα στα νοσοκομεία: μεταφέρεται εύκολα από ασθενή σε ασθενή, ακόμη και μέσω προσωπικού.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου είναι:
ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό,
άτομα σε μονάδες εντατικής θεραπείας,
όσοι έχουν καθετήρες ή αναπνευστική υποστήριξη,
ηλικιωμένοι ή με χρόνια νοσήματα.
Για αυτούς, μια μόλυνση μπορεί να οδηγήσει σε βαριά σήψη ή ακόμη και σε θάνατο.
Το βάρος για την Ελλάδα και την Ευρώπη
Η Ελλάδα καταγράφει ήδη εκατοντάδες περιστατικά, κατατάσσοντας τη χώρα στις πιο πληγείσες. Μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία, βρισκόμαστε στην “πρώτη γραμμή” της εξάπλωσης. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά νοσοκομεία πρέπει να εφαρμόσουν πιο αυστηρά πρωτόκολλα ελέγχου λοιμώξεων.
Η προειδοποίηση του ECDC
Στην πρόσφατη έκθεση, ο επικεφαλής του ECDC υπογράμμισε:
«Ο C. auris δεν είναι πλέον μεμονωμένο φαινόμενο· εξαπλώνεται ταχύτερα από ό,τι περιμέναμε.»
Η έγκαιρη διάγνωση, η στενή επιτήρηση και η συνεργασία μεταξύ των νοσοκομείων είναι τα μόνα μέτρα που μπορούν να καθυστερήσουν την περαιτέρω διάδοση.
Ο μύκητας C. auris είναι ο “αόρατος εχθρός” των νοσοκομείων. Δεν κάνει θόρυβο, αλλά εξαπλώνεται μεθοδικά. Το ερώτημα είναι αν τα συστήματα υγείας θα καταφέρουν να τον προλάβουν ή θα βρεθούν ένα βήμα πίσω.

